-
1 отличный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. διαφορετικός, διάφορος, άλλος, αλλιώτικος•со-вершнно -ые характеры τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες•
-ое от прежнего решение διαφορετική απόφαση από την προηγούμενη.
2. άριστος, υπέροχος, έξοχος, εξαίσιος, θαυμάσιος. -
2 нуль
το μηδέντο μηδενικόабсолютный - απόλυτο - (-273°С)- глубин (геод.карт.) - του βάθους/βυθούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль